τσιχλόνια

τσιχλόνια
τα, Ν
ζωολ. γενική κοινή ονομασία τών στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας embezizidae ή, κατ' άλλους, τής υποοικογένειας embezizinae τής οικογένειας fringillidae, με 281 σποροφάγα είδη που απαντούν στις εύκρατες περιοχές τού Παλαιού Κόσμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”